αλλοτριώσιμος

αλλοτριώσιμος
η , ο [ος , ον ] юр. отчуждаемый; подлежащий продаже (по решению судаоб имуществе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλλοτριώσιμος" в других словарях:

  • αλλοτριώσιμος — η, ο [αλλοτρίωση] αυτός που μπορεί να μεταβιβαστεί στην κυριότητα άλλου ή να εκποιηθεί …   Dictionary of Greek

  • αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»